ηλιοστάλακτος

ηλιοστάλακτος
ışıl ışıl, aydınlık

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλιοστάλακτος — και ηλιοστάλαχτος, η, ο (Μ ἡλιοστάλακτος, ον) 1. αυτός που σταλάζει ηλιακές ακτίνες, ο λαμπερός («χαῑρε Νύμφη ἡλιοστάλακτε») 2. ο πάρα πολύ όμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στάλακτος (< σταλάζω), πρβλ. α στάλακτος] …   Dictionary of Greek

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”